αλληλεξαρτώ

αλληλεξαρτώ
(-άω) και αλληλο-
εξαρτώ, συνδέω δύο πράγματα μεταξύ τους, τά θεωρώ ως αλληλένδετα
συνηθέστερο το παθητικό: «παραγωγή και κατανάλωση αλληλεξαρτώνται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο)-* + εξαρτώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλεξάρτηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek

  • αλληλεξάρτηση — και αλληλο , η [αλληλεξαρτώ] αμοιβαία εξάρτηση προσώπων ή πραγμάτων μεταξύ τους, αλληλεπίδραση, το αλληλένδετο …   Dictionary of Greek

  • συναρτώ — συναρτῶ, άω, ΝΜΑ συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ 2. παθ. συναρτώμαι α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι β) εξαρτώμαι από κάτι αρχ. 1. έχω το… …   Dictionary of Greek

  • συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • συνδυάζω — ΝΜΑ ενώνω ανά δύο, βάζω δύο πράγματα κατά ζεύγη (α. «συνδυάζει το τερπνόν μετά τού ωφελίμου», παροιμ. φρ. β. «οἳ συνδυάζουσι πρὸς τὴν ἱππικὴν δύναμιν καὶ τὴν ὁπλιτικήν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. διευθετώ κατάλληλα ή κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο,… …   Dictionary of Greek

  • σχετίζω — Ν 1. συσχετίζω, συνδέω, αλληλεξαρτώ («δεν μπορείς να σχετίσεις την τωρινή συμπεριφορά του με αυτό που συνέβη μεταξύ σας πριν από δέκα χρόνια») 2. παρομοιάζω, συγκρίνω 3. μέσ. σχετίζομαι α) διατηρώ σχέσεις με κάποιον β) συνδέομαι ερωτικά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”